PHILHARMONIC STRING QUARTET – ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ ΕΓΧΟΡΔΩΝ

ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Wolfgang Amadeus Mozart (1756 -1791)

Divertimento σε φα μείζονα, KV 138

1) Allegro 

2) Andante

3) Presto

 

Franz Schubert (1797-1828)

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 14, σε ρε ελάσσονα, D 810 («Ο Θάνατος και η Κόρη»)

1) Allegro 

2) Andante con moto 

3) Scherzo. Allegro molto

4) Presto

 

Antonin Dvorak (1841-1904)

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 12, σε φα μείζονα, έργο 96 («Αμερικάνικο»)

1) Allegro ma non troppo

2) Lento

3) Molto vivace

4) Finale. Vivace ma non troppo

 

Wolfgang Amadeus Mozart (1756 -1791)

Divertimento σε φα μείζονα, KV 138

Τα divertimenti για κουαρτέτο εγχόρδων αποτελούν τη σπουδαία συνεισφορά του Αυστριακού συνθέτη Wolfgang Amadeus Mozart στα πολυμερή είδη ψυχαγωγικής μουσικής του κλασικισμού. Το συγκεκριμένο divertimento το συνέθεσε σε ηλικία μόλις 16 ετών και φέρει τα χαρακτηριστικά της θαυμαστής νεανικής δημιουργικής περιόδου του.

Το εύθυμο και γρήγορο πρώτο μέρος ξεκινάει το χαρακτηριστικό μελωδικό του θέμα σε όλα τα όργανα (unison), αλλά στην πορεία οι έντονες και πρωτότυπες αρμονίες κεντρίζουν το ενδιαφέρον του ακροατή.

Στο andante που ακολουθεί, τα βιολιά ερμηνεύουν τη λυρική μελωδία, η οποία όμως περιπλέκεται με τον ρυθμικό και αρμονικό πλουραλισμό της βιόλας και του τσέλου, κάνοντάς τη πιο συναρπαστική.

Στο τελευταίο μέρος, ένα χαρούμενο και μικρής διάρκειας ρόντο, διακρίνουμε σαφείς επιρροές από την ιταλική μουσική δωματίου (ο Mozart είχε μόλις επιστρέψει στο Σάλτσμπουργκ από τη δεύτερη πετυχημένη περιοδεία του στην Ιταλία). Η κύρια μελωδία, η οποία διακόπτεται συχνά από αντιθετικά αρμονικά και ρυθμικά στοιχεία, επιστρέφει θριαμβευτικά στο τέλος του έργου.

 

Franz Schubert (1797-1828)

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 14, σε ρε ελάσσονα, D 810 («Ο Θάνατος και η Κόρη»)

Το 1822 διαπιστώθηκε ότι ο Αυστριακός συνθέτης πάσχει από μια ανίατη και θανατηφόρα για εκείνη την εποχή ασθένεια. Το περίφημο κουαρτέτο εγχόρδων (ευρέως γνωστό ως «Ο Θάνατος και η Κόρη») το συνέθεσε το 1824 και κατά πολλούς μελετητές του έργου του αντανακλά την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση, καθώς γνώριζε ότι πλησίαζε το τέλος της ζωής του. Δίκαια θεωρήθηκε ένας από τους πυλώνες στα έργα ρεπερτορίου της μουσικής δωματίου και με τον έντονο δραματικό τόνο του αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της τελευταίας συνθετικής περιόδου του Schubert. Το κουαρτέτο πήρε το όνομά του από το τραγούδι (Lied) «Der Tod und das Mädchen», D 531, μελοποίηση του ομώνυμου ποιήματος του Matthias Claudius, με θέμα τον τρόμο αλλά ταυτόχρονα και τη λύτρωση του θανάτου, που είχε γράψει ο συνθέτης επτά χρόνια νωρίτερα.

Το πρώτο (γρήγορο) μέρος, μορφολογικά μια διθεματική σονάτα, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον μείζονα και στον ελάσσονα τρόπο. Έντονες μελωδικές γραμμές εναλλάσσονται με λεπτές λυρικές διαθέσεις, πάντα υπό το πρίσμα ξαφνικών ξεσπασμάτων. 

Το δεύτερο (αργό) μέρος, μορφολογικά θέμα με παραλλαγές, βασίζεται στο μελωδικό θέμα του τραγουδιού «Der Tod und das Mädchen». Καθεμία από τις πέντε παραλλαγές εκφράζει ένα βαθύτατα διαφορετικό συναίσθημα ενώ παρατηρούμε διαρκώς ακραίες εναλλαγές στις ενδείξεις δυναμικής και των χρωματισμών εν γένει.

Στο τρίτο μέρος, μορφολογικά ένα κλασικό μενουέτο, πρωταγωνιστεί μελωδικά το βιολί έχοντας άκρως ενδιαφέρουσες ρυθμικές αντιστικτικές υπογραμμίσεις από τα υπόλοιπα όργανα. Το ζωηρό και λυρικό ενδιάμεσο trio λειτουργεί ως πραγματική ανάπαυλα από τον συναρπαστικό ρυθμό ολόκληρου του έργου.

Το φινάλε του κουαρτέτου, μορφολογικά ροντό – σονάτα, πέραν της υπερβολικής του ταχύτητας και της παραπομπής του στον ιταλικό χορό «ταραντέλα» διακρίνεται για την πλούσια ποικιλία του σε μελωδικά θέματα, χρωματισμούς και ρυθμικές συνοδείες. Τέτοιες μεγάλες εναλλαγές συναντάμε στα κουαρτέτα εγχόρδων του όψιμου ρομαντισμού. Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά σε ιδιωτική συναυλία το 1826 και εκδόθηκε το 1831, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη.

 

Antonin Dvorak (1841-1904)

Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 12, σε φα μείζονα, έργο 96 («Αμερικάνικο»)

Ο διάσημος Τσέχος συνθέτης γράφει το 1893, αφού έχει μόλις εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, ένα κουαρτέτο εγχόρδων εμπνευσμένο κυρίως από λαϊκά θέματα της Βοημίας αλλά και ελαφρώς επηρεασμένος από την αμερικάνικη ρυθμική ποικιλομορφία. Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου του Jaroslav Holeček, το συγκεκριμένο κουαρτέτο αντανακλά τις χαρούμενες και ξέγνοιαστες στιγμές που του προσέφερε η όμορφη ύπαιθρος της κωμόπολης Σπίλβιλ (πολιτεία Αϊόβα). Η πρεμιέρα του έργου έλαβε χώρα την Πρωτοχρονιά του 1894 στη Βοστώνη από το Kneisel Quartet και στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Γραμμένο σε ομοφωνικό ύφος, όπου ξεχωρίζει διαρκώς μια μελωδική φωνή, παραμένει ως σήμερα ένα από τα συχνότερα προς εκτέλεση έργα συναυλιών μουσικής δωματίου.

Το πρώτο (γρήγορο) μέρος, μορφολογικά μια διθεματική σονάτα, ξεκινά με μια πεντατονική μελωδία στη βιόλα (ασυνήθιστη για την εποχή) που αργότερα θα έρθει στο πρώτο βιολί. Η σύντομη ανάπτυξη της σονάτας έχει πυκνότερη αρμονική επεξεργασία και έντονα δραματικά ρυθμικά στοιχεία.

Το δεύτερο (αργό) μέρος διακατέχεται από μια ατέρμονη μελαγχολική μελωδία με ελάχιστες διακοπές της ροής της. Την εισαγάγει το πρώτο βιολί και στη συνέχεια εμφανίζεται στο τσέλο. Ορισμένοι μελετητές διακρίνουν στο lento απόηχους νέγρικων spirituals. 

Το τρίτο μέρος παρουσιάζει πολλά κοινά με το σκέρτσο της Συμφωνίας του Νέου κόσμου. Δύο αντιθετικά θέματα, σε φα μείζονα και φα ελάσσονα αντίστοιχα, κινούνται ανάμεσα σε ένα ενιαίο ρυθμικό πλαίσιο. Το πρώτο τμήμα είναι μια λαμπερή μελωδία με έντονους αντιχρονισμούς ενώ το δεύτερο αποτελεί μια λυρική παραλλαγή της.

Το finale, μορφολογικά κλασικό ροντό, διακατέχεται από ένα ρυθμικό οστινάτο που θαρρεί κάποιος ότι παραπέμπει σε ρυθμούς ιθαγενών της Αμερικής. Το κύριο μελωδικό θέμα στο κλείσιμο αποδίδει θριαμβευτικά τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του μέρους, αλλά και ολόκληρου του έργου.